προσεταιρίζομαι

προσεταιρίζομαι
ΝΜΑ, και προσεταιροῡμαι, -έομαι, Α [ἑταιρίζω, -ομαι]
εξασφαλίζω την ευνοϊκή στάση κάποιου απέναντι μου, παίρνω κάποιον με το μέρος μου (α. «προσεταιρίστηκε τους πιο φανατικούς», β. «... ὁ Κλεισθένης τὸν δῆμον προσεταιρίζεται», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κάνω κάποιον εταίρο, σύντροφο, φίλο (α. «ἔδοξέ σφι ἕκαστον ἄνδρα Περσέων προσεταιρίσασθαι τοῡτον», Ηρόδ.)
2. συνεταιρίζομαι με κάποιον («ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ», Πλάτ.)
3. κάνω ύποπτες παρέες, έχω επιλήψιμες συναντήσεις («προσηταιρίζετο ἐς πανδοχεῑον», Λουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσεταιρίζομαι — προσεταιρίζομαι, προσεταιρίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσεταιρίζομαι — προσεταιρίστηκα 1. δέχομαι σύντροφο, συνεταίρο, συνεταιρίζομαι. 2. παίρνω με το μέρος μου, κάνω κάποιον φίλο: Η κυβέρνηση προσεταιρίστηκε τις διοικήσεις των εργατικών σωματείων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσεταιριζόμενον — προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend pres part mp masc acc sg προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend pres part mp neut nom/voc/acc sg προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend pres part mp masc acc sg προσεταιρίζομαι take to oneself …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεταιρισαμένων — προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend aor part mp fem gen pl προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend aor part mp masc/neut gen pl προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend aor part mid fem gen pl προσεταιρίζομαι take to oneself as a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεταιρισάμενον — προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend aor part mp masc acc sg προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend aor part mp neut nom/voc/acc sg προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend aor part mid masc acc sg προσεταιρίζομαι take to oneself… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεταιρισόμενον — προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend fut part mp masc acc sg προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend fut part mp neut nom/voc/acc sg προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend fut part mid masc acc sg προσεταιρίζομαι take to oneself… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεταιρίσομαι — προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend aor subj mp 1st sg (epic) προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend fut ind mp 1st sg προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend aor subj mid 1st sg (epic) προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεταιρίζει — προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend pres ind mp 2nd sg προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend pres ind mp 2nd sg προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεταιριζομένη — προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεταιριζόμενοι — προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend pres part mp masc nom/voc pl προσεταιρίζομαι take to oneself as a friend pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”