- προσεταιρίζομαι
- ΝΜΑ, και προσεταιροῡμαι, -έομαι, Α [ἑταιρίζω, -ομαι]εξασφαλίζω την ευνοϊκή στάση κάποιου απέναντι μου, παίρνω κάποιον με το μέρος μου (α. «προσεταιρίστηκε τους πιο φανατικούς», β. «... ὁ Κλεισθένης τὸν δῆμον προσεταιρίζεται», Ηρόδ.)αρχ.1. κάνω κάποιον εταίρο, σύντροφο, φίλο (α. «ἔδοξέ σφι ἕκαστον ἄνδρα Περσέων προσεταιρίσασθαι τοῡτον», Ηρόδ.)2. συνεταιρίζομαι με κάποιον («ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ», Πλάτ.)3. κάνω ύποπτες παρέες, έχω επιλήψιμες συναντήσεις («προσηταιρίζετο ἐς πανδοχεῑον», Λουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.